Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα, που διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός της χώρας μας, είκοσι δύο φορές υπουργός, συνέβαλε σημαντικά στην αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού βίου και επί πρωθυπουργίας του, το 1881, ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος η Θεσσαλία (πλην Ελασσόνας) και ο σημερινός νομός Άρτας (ως το παλιό, θρυλικό γεφύρι της πόλης) ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Από τα παιδικά του χρόνια ως την εκλογή του ως βουλευτής (1815-1850)
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1815 στην τοποθεσία Γαρμπελιά, του Κάμπου Αβίας, χωριού της Μεσσηνιακής Μάνης (απέχει περίπου 20 χλμ. από την Καλαμάτα) και καταγόταν από την ονομαστή οικογένεια Κουμουνδουράκη της Μάνης. Πατέρας του ήταν ο Σπυρίδων Γαλάνης Κουμουνδουράκης, αγωνιστής του 1821 και Έπαρχος Πύργου στη συνέχεια. Ο μικρός Αλέξανδρος κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στη διάρκεια της Επανάστασης. Πήγε Γυμνάσιο στο Ναύπλιο και την Αθήνα και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν έλαβε όμως πτυχίο (διδακτορικό δίπλωμα) γιατί μεταξύ 1839-1841 δεν παρακολουθούσε τακτικά τα μαθήματα, αλλά και γιατί το 1841, επικεφαλής σώματος Λακώνων νέων κατήλθε, με εντολή της «Κεντρικής Επιτροπής Κρητών», που είχε έδρα στην Αθήνα, στη Μεγαλόνησο. Εκεί πήρε μέρος στις επαναστατικές εκδηλώσεις που έγιναν, λόγω της μεταβίβασης της εξουσίας από τους Αιγύπτιους στους Οθωμανούς.
Καθώς οι επαναστατικές ενέργειες δεν απέφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα, ο Κουμουνδούρος επέστρεψε στην Καλαμάτα, όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, χάρη στις μεταβατικές διατάξεις που ίσχυαν τότε. Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της εποχής, ο πρώτος διδάκτορας (πτυχιούχος) αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή μόλις το 1846! Το 1847 ο Κουμουνδουράκης, όπως λεγόταν ακόμα, διορίστηκε Αντιεισαγγελέας Καλαμών (Καλαμάτας), θέση από την οποία παραιτήθηκε για να ασχοληθεί με την πολιτική. Πολιτεύθηκε για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές του 1850, ως υποψήφιος στην επαρχία Μεσσήνης και εκλέχθηκε. Μετά τις εκλογές άλλαξε το επίθετό του σε Κουμουνδούρος.
Από το 1850 ως την πρώτη πρωθυπουργία του (1865)
Από το 1850 ως το 1860 εκλέχθηκε 4 φορές βουλευτής. Από την αρχή της σταδιοδρομίας του διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα, την πειστική υποστήριξη των απόψεών του, την οξύνοια, τις πατριωτικές του θέσεις και την επίμονη προώθηση του εξοπλισμού του κράτους. Από τις 9/11/1855 ως τις 29/10/1856 διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής. Από τη θέση αυτή ξεκίνησε τη σπουδαία εθνική πρωτοβουλία για την έκδοση της σειράς των πολύτιμων ιστορικών εγγράφων του Αρχείου της Βουλής με τον τίτλο: «Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» (1857-1862). Η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε από τον μετέπειτα Πρόεδρο της Βουλής Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, διακόπηκε, συνεχίστηκε εκ νέου το 1871, για να διακοπεί και πάλι αργότερα… Το 1859, ο Κουμουνδούρος, που από τις 2/4/1856 ως τις 21/6/1860 κατείχε τη θέση του Υπουργού Οικονομικών σε διάφορες κυβερνήσεις διαπραγματεύτηκε τη ρύθμιση του ζητήματος από το δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων που είχε χορηγηθεί με εγγύηση Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, κατά την ενθρόνιση του Όθωνα. Ασχολήθηκε επίσης με το τελωνειακό δασμολόγιο και την εκλογή των Επτανησίων πληρεξουσίων, καθώς το 1864 τα νησιά του Ιονίου ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα. Παραιτήθηκε από τη θέση του Υπουργού, λόγω διαφωνίας του στο θέμα διαδοχής του Όθωνα, τάχθηκε στη συνέχεια με τους αντιδυναστικούς και στις 11/10/1862, την επόμενη μέρα της έξωσης του Όθωνα ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε και συνέβαλε σημαντικά στη σύνταξη του νέου Συντάγματος. Στις 2/3/1865 εκλέχθηκε για πρώτη φορά πρωθυπουργός (Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου).
Οι επτά πρωθυπουργίες του Κουμουνδούρου ως το 1877
Η πρώτη πρωθυπουργία του Κουμουνδούρου είχε διάρκεια ως τις 20/10/1865. Ακολούθησε η δεύτερη (6/11/1865-13/11/1865), ιδιαίτερα βραχύβια. Όμως, από τις 18/12/1866 ως τις 20/12/1867 συγκρότησε τη λεγόμενη «μεγάλη» κυβέρνησή του, με επιφανείς πολιτικούς: Χ. Τρικούπης, Θ. Δηλιγιάννης, Θ. Ζαΐμης, Κ. Λομβάρδος, Ε. Κεχαγιάς κ.ά. Η κυβέρνηση αυτή αντιμετώπισε την πρώτη φάση της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, τις αντιθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και τις πολεμικές δαπάνες, που καλύφθηκαν με εσωτερικό δάνειο 25 εκατομμυρίων φράγκων προς 8%. Το δάνειο αυτό διασφαλίστηκε πλήρως μέσα σε δύο χρόνια. Με την αποστολή του Πέτρου Ζάνου συνήψε συμμαχία με τη Σερβία (Συνθήκη της 14/26 Αυγούστου 1867). Τον Δεκέμβριο του 1867, ο Κουμουνδούρος παραιτήθηκε. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση έγιναν γνωστοί μόνο μετά τον θάνατό του. Ο Κουμουνδούρος, παραιτήθηκε λόγω της απόφασης του βασιλιά Γεωργίου Α’ να νυμφευθεί τη μεγάλη δούκισσα Όλγα Κονσταντίνοβνα της Ρωσίας. Η κίνηση αυτή έκανε επιφυλακτικές στο Κρητικό ζήτημα τη Γαλλία και τη Βρετανία, που είχε βλέψεις στην Κρήτη, η οποία αποτελούσε διαμετακομιστικό σταθμό προς την Εγγύς Ανατολή και τις Ινδίες. Ο Κουμουνδούρος δεν είχε ενημερωθεί για την απόφαση αυτή και αντέδρασε, με αποτέλεσμα ο Γεώργιος να αποσύρει την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνησή του. Το 1868-69, ο Κουμουνδούρος δεν εκλέχθηκε βουλευτής. Αυτό οδήγησε και σε τοπική ένοπλη σύγκρουση των κυβερνητικών δυνάμεων (κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη) και των πολιτικών φίλων του Κουμουνδούρου γύρω από τον πύργο της Ζαρνάτας, στην περιοχή της Αβίας. Για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Δ. Βούλγαρη και Ε. Δεληγεώργη, ο Κουμουνδούρος εξέδωσε την εφημερίδα «Εθνικόν Πνεύμα», στις 10/1/1868.
Ως το 1875 η εφημερίδα εκδιδόταν κάθε εβδομάδα ή κάθε 15 μέρες. Από το 1875 έγινε ημερήσια. Φυσικά απηχούσε τις απόψεις του Κουμουνδούρου που έγραφε και σχεδόν όλα τα άρθρα της. Στη Βουλή της περιόδου 1869-1871, ο Κουμουνδούρος ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με μια σειρά από προσχωρήσεις βουλευτών, σχημάτισε (3/12/1870-28/10/1871) την τέταρτη κυβέρνησή του. Με αφορμή τη ληστεία και σφαγή στο Δήλεσι, πέτυχε με τον νόμο «Περί ληστείας», τον περιορισμό του απαράδεκτου αυτού φαινομένου που πλέον έπληττε σοβαρά τη χώρα και στο εξωτερικό. Τις εκλογές του 1875 ακολούθησε μια σύντομη περίοδος Προεδρίας της Βουλής από τον Κουμουνδούρο και ο σχηματισμός της πέμπτης κυβέρνησης υπό την προεδρία του (15/10/1875-26/11/1876).
ΗΠΑ - shutdown: Το μεγαλύτερο «λουκέτο» στην ιστορία της χώρας - Μετρά ήδη 36 ημέρες
Τότε ψηφίστηκε, για πρώτη φορά, νόμος «περί ευθύνης υπουργών», με βάση τον οποίο παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο ο Δ. Βούλγαρης για αντιποίηση αρχής και πλαστογραφία, καθώς και οι Υπουργοί Νικολόπουλος και Βαλασόπουλος για τα «Σιμωνιακά», καθώς οι δύο πολιτικοί χρηματίστηκαν από υποψήφιους Μητροπολίτες. Ακολούθησαν δύο ακόμα κυβερνήσεις Κουμουνδούρου, η έκτη (1/12/1876-26/12/1877) και η βραχύβια έβδομη (19/5/1877-26/5/1877).
Η χαμένη ευκαιρία (1877-1878)
Τα χρόνια εκείνα όμως υπήρχαν έντονες αναταράξεις στα Βαλκάνια και γενικότερα στην Ανατολή (Σερβοτουρκικός και Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877). Στη χώρα μας συγκροτήθηκε Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον θρυλικό μπουρλοτιέρη του 1821 Κωνσταντίνο Κανάρη, που ήταν όμως τότε 87 ετών! Η ρωσική κυβέρνηση προσκάλεσε την ελληνική να συμπαραταχθεί μαζί της στον πόλεμο με την Τουρκία. Στο μεταξύ, ο Κανάρης πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 και σχηματίστηκε μιας μορφής «οικουμενική» κυβέρνηση.
Ο Κουμουνδούρος και ο Δηλιγιάννης ήταν υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Όμως η Προεδρία της κυβέρνησης ήταν διαδοχική, την ασκούσαν δηλαδή τα μέλη της, το ένα μετά το άλλο! Οι Ρώσοι έδιναν γενναιόδωρες υποσχέσεις, ωστόσο η πλειοψηφία του υπουργικού συμβουλίου τάχθηκε υπέρ της ουδετερότητας, μετά και από «συμβουλές» των Βρετανών. Όταν τον Νοέμβριο του 1877 οι Ρώσοι κατέλαβαν το φρούριο της Πλεύνας, στη Βόρεια Βουλγαρία, άνοιξε ο δρόμος των τσαρικών στρατευμάτων προς την Κωνσταντινούπολη.
Εσπευσμένα συγκροτήθηκε νέα, η όγδοη κυβέρνηση Κουμουνδούρου (11/1/1878-21/10/1878), με Υπουργό Εξωτερικών τον Θ. Δηλιγιάννη. Ο Κουμουνδούρος συγκράτησε τη λαϊκή οργή για την αδράνεια και την αδέξια πολιτική της «οικουμενικής κυβέρνησης» και, με τη συναίνεση της Βουλής έστειλε εκστρατευτικό σώμα υπό τον Στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, το οποίο και προωθήθηκε στη Θεσσαλία (28/1/1878). Παράλληλα οργανώθηκαν ένοπλα επαναστατικά κινήματα, σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Κρήτη και Μακεδονία. Ωστόσο ήταν πλέον πολύ αργά. Ρωσία και Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης.
Η Μ. Βρετανία πίεζε ξανά την Ελλάδα, υποσχόμενη βοήθεια στη διπλωματική ρύθμιση της σύρραξης. Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3/3/1878, με το νέο ημερολόγιο), ικανοποιούνταν τα όνειρα των Πανσλαβιστών, με υποκινητή τον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ και λάμβανε σάρκα και οστά ένα γιγαντιαίο βουλγαρικό κράτος που έφτανε σχεδόν ως το Αιγαίο.
Υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από βρετανικής πλευράς για όσα αποφασίστηκαν στον Άγιο Στέφανο, ένα προάστιο της Κων/πολης. Βέβαια, οι Βρετανοί δεν ενοχλήθηκαν για το τεράστιο βουλγαρικό κράτος, αλλά γιατί μέσω αυτού οι Ρώσοι επεκτείνονταν στη Μεσόγειο. Με το Συνέδριο του Βερολίνου(Ιούνιος-Ιούλιος 1878) περιορίστηκαν τα όρια του βουλγαρικού κράτους και δημιουργήθηκε ένα αυτόνομο βουλγαρικό Πριγκιπάτο και μια ξεχωριστή επαρχία, η Ανατολική Ρωμυλία, την οποία βέβαια φρόντισε αργότερα να προσαρτήσει η Βουλγαρία εκδιώκοντας τον ελληνικό πληθυσμό της…
Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου ανέπτυξε παρασκηνιακή δράση στο Βερολίνο, καθώς δεν ήταν ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Η Κύπρος χάθηκε καθώς παραχωρήθηκε στη Μ. Βρετανία, αλλά κλήθηκε η Υψηλή Πύλη να βελτιώσει το εδαφικό καθεστώς σε Ήπειρο και Θεσσαλία, υπέρ της Ελλάδας, μετά από διαπραγματεύσεις. Η Πύλη άρχισε να κωλυσιεργεί, η Αντιπολίτευση πίεσε τον Κουμουνδούρο, που παραιτήθηκε στις 21/10/1878. Καθώς όμως καταψηφίστηκε και η κυβέρνηση του Χ. Τρικούπη, ο Κουμουνδούρος σχημάτισε νέα κυβέρνηση (26/10/1878-10/3/1880), την ένατη. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς που παρουσίαζαν συνεχώς προσκόμματα. Στις 10/3/1880, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου καταψηφίστηκε. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Χ. Τρικούπης, που αρχικά βοηθήθηκε από τον Γλάδστον και αποφάσισε να κινηθεί ο Ελληνικός Στρατός χωρίς όμως να εμπλακεί σε σύγκρουση. Η καταψήφιση της κυβέρνησης Τρικούπη έκανε για δέκατη και τελευταία φορά πρωθυπουργό τον Κουμουνδούρο (13/10/1880-3/3/1882). Ο Κουμουνδούρος κινητοποίησε 40 χιλιάδες άνδρες και προειδοποίησε τους Τούρκους ότι θα εισβάλλει σε Ήπειρο και Θεσσαλία. Αυτό ανάγκασε τους Οθωμανούς να προσέλθουν σε συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη και στις 31/3/1881 να αποδεχθεί ο Κουμουνδούρος την παραχώρηση της Θεσσαλίας, πλην Ελασσόνος και της Ηπείρου ως το παλιό γεφύρι της Άρτας. Στις 20/12/1881 έγιναν νέες εκλογές. Ο Κουμουνδούρος μετά τη σύγκληση της νέας Βουλής (18/1/1882) πίστευε ότι η κυβέρνηση του θα λάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης. Όμως επικράτησε ο Χ. Τρικούπης με το σύνθημα ότι δεν αποκτήθηκε «ολόκληρη η Ήπειρος». Έτσι, στις 3/3/1882, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου παραιτήθηκε και γράφτηκε η τελευταία πράξη στην καριέρα του μεγάλου πολιτικού. Ακολούθησε μια προσπάθεια σπίλωσής του για οικονομικά θέματα. Το μόνο αποτέλεσμα που είχε ήταν να επιδεινώσει την υγεία του Κουμουνδούρου, ο οποίος πέθανε στις 26/2/1883 και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο με νεκρολογίες επιφανών προσωπικοτήτων.
Άλλα στοιχεία για τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο
Ο Κουμουνδούρος πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή της Ελλάδας για περίπου 30 χρόνια. Διετέλεσε 10 φορές πρωθυπουργός για 7,5 και πλέον χρόνια και 22 φορές υπουργός (4 Οικονομικών, 9 Εσωτερικών, 7 Δικαιοσύνης και 2 Εξωτερικών). Αυτό οφείλεται στο ότι σχεδόν πάντα, μαζί με την πρωθυπουργία, διατηρούσε τη διεύθυνση ενός ή περισσότερων υπουργείων. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη, κόρη του Κωνσταντή μπέη Μαυρομιχάλη, με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον Κωνσταντίνο. Η Αικατερίνη πέθανε σύντομα. Ο Κουμουνδούρος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ευθυμία, κόρη του Γεώργιου Περρωτή, με την οποία απέκτησαν τον Σπυρίδωνα και την Όλγα (1864-1928), μετέπειτα σύζυγο του Επαμεινώνδα Εμπειρίκου. Ο Κουμουνδούρος είχε αποκτήσει και μία ακόμα κόρη, τη Μαρία, που πέθανε πολύ πρόωρα. Στον ερειπωμένο πύργο του πατέρα του, στη θέση Γαρμπελιά, στήθηκε υψηλή στήλη με την προτομή του Κουμουνδούρου. Το 1876 τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Τιμήθηκε επίσης με πολλούς ξένους Μεγαλόσταυρους. Το 1884 ο Δήμος Αθηναίων έδωσε το όνομά του στη γνωστή πλατεία της οδού Πειραιώς (αλλιώς Πλατεία Ελευθερίας). Εκεί κοντά σωζόταν η κατοικία του. Το όνομά του φέρει και οδός στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου της Αθήνας.
Το όνομά του φέρει και νησίδα, η πλησιέστερη στον Πειραιά, γνωστή παλαιότερα ως Σταλίδα, λόγω της έπαυλης του Κουμουνδούρου που βρισκόταν στον απέναντι ακραίο λόφο του Μικρολίμανου. Πιθανότατα και η λίμνη Κουμουνδούρου, στα όρια του Δήμου Χαϊδαρίου και Ασπροπύργου, οφείλει το όνομά της σε αυτόν, καθώς επί θητείας του έγιναν εκεί έργα επιχωμάτωσης και οδοποιίας.
Μια αποτίμηση του έργου του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος είναι ο πολιτικός που αναίμακτα ενσωμάτωσε στη χώρα μας τη Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου. Πολύ σημαντικά ήταν και τα επιμέρους νομοθετήματα που αναφέρθηκαν στο άρθρο. Η ατυχία του Κουμουνδούρου ήταν ότι ως αρχηγός υπερείχε κατά πολύ των στελεχών του και ότι η πολιτική μισαλλοδοξία και ο υπέρμετρος εθνικισμός επικράτησαν του ρεαλισμού και της νηφαλιότητας που επιδείκνυε ο ίδιος σε εθνικά ζητήματα. Στις 28/9/1864, έγινε, ευτυχώς αποτυχημένη, απόπειρα δολοφονίας του Κουμουνδούρου, στην οδό Σταδίου μπροστά στη θύρα πρόχειρης εγκατάστασης της Β’ Εθνικής Συνέλευσης. Λίγο πιο μακριά, έπεφτε νεκρός στις 13/5/1905, από τις σφαίρες ενός λεσχειάρχη και χαρτοπαίκτη, ο παλιός πολιτικός του φίλος και μετέπειτα αντίπαλός του, Θεόδωρος Δηλιγιάννης…