Όπως δήλωσε, περίπου 700 οικογένειες αλβανικής καταγωγής ζουν σήμερα σε δομές που χρηματοδοτούνται από τους Βρετανούς φορολογουμένους, παρότι η χώρα τους θεωρείται «απολύτως ασφαλής» και υπάρχει ήδη συμφωνία επαναπατρισμού, σύμφωνα με το himara.gr.
«Όταν το εμπόδιο για την επιστροφή δεν είναι ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος, ούτε η βρετανική κυβέρνηση, αλλά η χώρα υποδοχής, τότε θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι θα ενθαρρύνονται οι εθελοντικές επιστροφές, ενώ όπου απαιτείται θα εφαρμόζονται αναγκαστικές απομακρύνσεις.
Η αναφορά αυτή προκάλεσε έντονη αντίδραση στα Τίρανα, με τον Πρωθυπουργό Έντι Ράμα να χαρακτηρίζει τις δηλώσεις της Υπουργού ως «απογοητευτικές», κατηγορώντας το Λονδίνο ότι υιοθετεί «ρητορική της ακροδεξιάς λαϊκιστικής δεξιάς» και στοχοποιεί αδικαιολόγητα τους Αλβανούς.
Ο Ράμα υπογράμμισε ότι από τα τέλη του 2022, χάρη στην ενισχυμένη συνεργασία ανάμεσα στην Αλβανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι παράτυπες αφίξεις Αλβανών στη χώρα έχουν «σχεδόν εξαλειφθεί», αποδεικνύοντας σύμφωνα με τον ίδιο ότι «ο έλεγχος της μετανάστευσης λειτούργησε».
Παράλληλα, επέκρινε τους περιορισμούς στις θεωρήσεις εισόδου και τις δυσκολίες στη μετακίνηση που επιβλήθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις στο Λονδίνο, χαρακτηρίζοντάς τους ως «κατάλοιπα των αποτυχημένων πολιτικών της εποχής Μπρέιβερμαν», τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, πλήττουν όχι μόνο την ελευθερία κίνησης αλλά και την ίδια τη βρετανική οικονομία.
Ο Αλβανός πρωθυπουργός σημείωσε ακόμη ότι οι Αλβανοί αποτελούν «καθαρούς συνεισφορείς» στην οικονομία της Βρετανίας και ότι λαμβάνουν πολύ λιγότερες κρατικές παροχές σε σύγκριση με άλλες κοινότητες. «Το να τους ξεχωρίζεις συνεχώς δεν αποτελεί πολιτική, είναι μια ανησυχητική και ακατάλληλη άσκηση δημαγωγίας», δήλωσε.
Κλείνοντας, ο Ράμα υπογράμμισε ότι η Αλβανία παραμένει στρατηγικός σύμμαχος του Ηνωμένου Βασιλείου σε θέματα ασφάλειας και μεταναστευτικού ελέγχου στα Βαλκάνια, καλώντας το Λονδίνο να εμβαθύνει τη συνεργασία αντί να αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους.